- κολάπσους
- ιατρ.παθοφυσιολογικός όρος που χρησιμοποιείται σήμερα στη βιβλιογραφία ως σχεδόν συνώνυμος τού σοκ («α. καρδιοαγγειακό κολάπσους» β. «κυκλοφορικό κολάπσους»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collapsus < λατ. collapsus < collabor «καταπίπτω, καταρρέω»].
Dictionary of Greek. 2013.